σχολαστικοί

σχολαστικοί
σχολαστικός
inclined to ease
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 …   Dictionary of Greek

  • Philogelos — Le Philogelos (du grec ancien Φιλόγελως / Philógelôs signifiant « L Ami du rire ») est le plus ancien recueil de blagues connu en Occident. Contenant 265 blagues en grec ancien, ce recueil date du IIIe ou IVe siècle de notre ère.… …   Wikipédia en Français

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • ομάιον — ὁμάϊον, τὸ (ΑΜ) το σύνολο τών ακροατών, τών μαθητών τού Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἄιον «επιθανάτια εκπνοή» (< αἴω* [II] «εκπνέω, πεθαίνω»). Οι Σχολαστικοί χρησιμοποίησαν τον τ. με τη σημ. «σύνολο ακροατών» σε μια προσπάθεια να… …   Dictionary of Greek

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

  • Γκιγιόμ ντ’ Οβέρν — (Guillaume d’ Auvergne, Οριάγκ, Οβέρνη περ. 1180 – Παρίσι 1249). Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος. Από το 1228 υπήρξε επίσκοπος του Παρισιού. Μαζί με τον Γκιγιόμ ντ’ Οζέρ και τον Φίλιππο τον Καγκελάριο ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές στο Παρίσι …   Dictionary of Greek

  • τέρριρεμ — Όρος της βυζαντινής μουσικής. Πρόκειται για ασήμαντες λέξεις, που χρησίμευαν στην ψαλμωδία για μελωδικό καλλωπισμό τους και κυρίως για την παράταση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στις αγρύπνιες των μοναστηριών. Ο όρος είναι άκλιτος και σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”